- ακήδεστος
- ἀκήδεστος, -ον (Α)1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε2. άθαφτος3. επίρρ. ἀκηδέστωςχωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ- + κῆδοςκατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].
Dictionary of Greek. 2013.